- ξαναθερμαίνω
- (Μ ξαναθερμαίνω)θερμαίνω πάλιμσν.μτφ. αναζωπυρώνω, ενδυναμώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναπυρώνω — (Α ἀναπυρῶ, όω) νεοελλ. ανάβω εκ νέου, ξαναθερμαίνω, ξανανάβω αρχ. 1. αναφλέγω, πυρπολώ, ανάβω 2. (για νόσο) υποτροπιάζω, ξαναφουντώνω … Dictionary of Greek